- ποντικοκούραδο
- τοαποπάτημα ποντικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποντικοκούραδο — το, Ν 1. αποπάτημα ποντικού 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού μηδική … Dictionary of Greek
μυόκοπρος — μυόκοπρος, ὁ (Α) περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κόπρος] … Dictionary of Greek
μυόσκατον — μυόσκατον, τὸ (Μ) περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + σκατόν] … Dictionary of Greek
μυόχοδος — μυόχοδος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο αρχ. 1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον οὐδενὸς ἄξιον» 2. φρ. «μυόχοδος γέρων» λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» +… … Dictionary of Greek
ποντικοκάβαλο — το, Ν ποντικοκούραδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντίκι + καβαλίνα «κοπριά ζώου»] … Dictionary of Greek
ποντικόσκατο — το / ποντικόσκατον, ΝΜ αποπάτημα ποντικού, ποντικοκούραδο … Dictionary of Greek
κάβαλο — το το ποντικοκούραδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)